Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χάνομαι εξαφανίζομαι

  • 1 пропасть

    I.
    1. (потеряться, исчезнуть) χάνομαι, εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος 2. (перестать появляться где-л.) χάνομαι, εξαφανίζομαι 3. (не вернуться, не давать ο себе знать) χάνομαι, εξαφανίζομαι, δε φαίνομαι 4. (перестать быть видимым{}слышимым{}) χάνομαι, δε φαίνομαι/ακούγομαι 5. (исчезнуть, утратиться) χάνομαι, εξαφανίζομαι. II.
    (крутой, глубокий обрыв) το βάραθρο, ο γκρεμός, το χάσμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропасть

  • 2 исчезать

    исчезать, исчезнуть χάνομαι εξαφανίζομαι (тж. из виду)
    * * *
    = исчезнуть
    χάνομαι; εξαφανίζομαι (тж. из виду)

    Русско-греческий словарь > исчезать

  • 3 потеряться

    потеряться χάνομαι· εξαφανίζομαι (исчезнуть)
    * * *
    χάνομαι; εξαφανίζομαι ( исчезнуть)

    Русско-греческий словарь > потеряться

  • 4 пропасть

    I пропасть ж το χάσμα, ο γκρεμός II пропасть χάνομαι· εξαφανίζομαι (исчезнуть)
    * * *
    I пр`опасть
    ж
    το χάσμα, ο γκρεμός
    II проп`асть
    χάνομαι; εξαφανίζομαι ( исчезнуть)

    Русско-греческий словарь > пропасть

  • 5 вывести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•

    вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•

    вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.

    || αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.
    2. βγάζω έξω οδηγώντας•

    вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.

    || μετοικίζω•

    вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.

    3. βγάζω από μια κατάσταση•

    вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.

    4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).
    5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•

    вывести цыплят βγάζω πουλάκια.

    6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•

    вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.

    7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.
    8. εξαλείφω, καθαρίζω•

    вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.

    || εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•

    вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•

    вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.

    9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•

    вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.

    10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).
    εκφρ.
    вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•
    вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•
    вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•
    вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•
    вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•
    вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.
    1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•

    знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.

    || βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    -лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•

    -лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•

    -лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.

    || καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•

    -лось пятно βγήκε ο λεκές.

    3. εκκολάπτομαι•

    птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.

    Большой русско-греческий словарь > вывести

  • 6 пропасть

    θ.
    1. βάραθρο• άβυσσος• χάσμα•

    бездонная пропасть απύθμενο χάσμα άβυσσος.

    || γκρεμός, κρημνός•

    быть на краю -и είμαι στην άκρη (στο χείλος) του γκρεμού.

    2. μτφ. αγεφύρωτο χάσμα (το ασυμβίβαστο απόψεων, διαφορών κ.τ.τ.).
    3. πλήθος μεγάλο• μελίσσι, εσμός• τεράστια ποσότητα.• σωρός•

    пропасть народа μεγάλη πολυκοσμία, κοσμοπλημμύρα, ανθρωποθάλασσα.• у него пропасть врагов αυτός έχει ένα σωρό εχθρούς•

    в комнате была пропасть муссору στο δωμάτιο ήταν σωρός τα σκουπίδια.

    4. επιφ. να παρ η οργή! αθεόφοβε! χαμένο κορμί.
    εκφρ.
    пропасть и нет – δε θα χαθείς, δε θα σκοτωθείς ή δε θα πέσεις από το γκρεμό.
    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. пропал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пропавший ρ. σ.
    1. χάνομαι, εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, εκλείπω•

    -ло письмо χάθηκε το γράμμα•

    у меня -ла собака έχασα το σκυλί•

    всё -ло όλα χάθηκαν, το παν χάθηκε.

    2. κρύβομαι• δε φαίνομαι ή δεν ακούομαι•

    -ли горы χάθηκαν τα βουνά•

    голоса -ли вдали οι φωνές χάθηκαν(έσβησαν) μακριά.

    || αργώ να επιστρέψω•

    он ушл и -ал на неделю αυτός έφυγε και χάθηκε για μια βδομάδα•

    где ты -ал? που χάθηκες; τι έγινες; που ήσουν;

    3. καταστρέφομαι•

    цветы -ли от мороза τα λουλούδια καταστράφηκαν από τον πάγο.

    || φονεύομαι, σκοτώνομαι, χάνομαι•

    сын его -ал в войне το παιδί του χάθηκε στον πόλεμο.

    4. παραμένω ανώφελος, άκαρπος•

    -дут мой труды θα πάνε χαμένες οι εργασίες μου (οι κόποι μου).

    εκφρ.
    пропасть даром (попусту) – χάνομαι άδικα.• пиши -ло πες πως χάθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > пропасть

  • 7 скрываться

    скрыва||ться
    κρύβομαι, (άπο)κρύπτομαι/ γίνομαι ἀφαντος, ἐξαφανίζομαι (сбегать):
    солнце \скрыватьсяется за горизонтом ἡ ήλιος κρύβεται πίσω ἀπό τόν ὁρίζοντα· \скрыватьсяться из виду χάνομαι, ἐξαφανίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > скрываться

  • 8 тонуть

    тону, тонешь, μτχ. ενστ. тонущий
    ρ.δ.
    1. βυθίζομαι• βουλιάζω•

    железо -нет в воде το σίδερο βυθίζεται στο νερό•

    дерево не -нет в воде το ξύλο δε βυθίζεται στο νερό.

    || πνίγομαι•

    тонуть в море, в реке πνίγομαι στη θάλασσα, στο ποτάμι.

    2. βουλιάζω•

    тонуть в грязи βουλιάζω στη λάσπη.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    тонуть в темноте χάνομαι στο σκοτάδι.

    εκφρ.
    тонуть в крови – α) πνίγομαι στο αίμα (είμαι αιμόφυρτος ή καταστέλλω με αιματοχυσία), β) γίνεται αιματοχυσία, αιματοκύλισμα.

    Большой русско-греческий словарь > тонуть

  • 9 деваться

    дева||ться
    (исчезать) χάνομαι, ἐξαφανίζομαι:
    куда он \деватьсялся? ποῦ χάθηκε;, τί ἐγινε;· он не знал, куда \деватьсяться со стыда δέν ήξερε ποῦ νά κρυφτεί ἀπό τήν ντροπή του.

    Русско-новогреческий словарь > деваться

  • 10 задеваться

    задевать||ся
    (затеряться) разг χάνομαι, ἐξαφανίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > задеваться

  • 11 запропаститься

    запропасти́||ться
    сов разг χάνομαι, ἐξαφανίζομαι:
    куда ты \запропаститьсялся? ποῦ χάθηκες;

    Русско-новогреческий словарь > запропаститься

  • 12 сбежать

    сбежа||ть
    сов
    1. см. сбегать·
    2. (убежать) φεύγω / δραπετεύω (совершить побег)·
    3. перен (исчезать) χάνομαι, ἐξαφανίζομαι:
    улыбка \сбежатьла с его́ лица τό χαμόγελο χάθηκε ἀπ' τό πρόσωπο του.

    Русско-новогреческий словарь > сбежать

  • 13 выпасть

    -паду, -падешь, παρλθ. χρ. выпал, -ла, -ло, ρ.σ.
    1. πέφτω, πίπτω•

    зубы -ли τα δόντια έπεσαν.

    || βγαίνω•

    я -ал из игры βγήκα από το παιγνίδι.

    || βγαίνω, χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    -ло из памяти ξεχάστηκε εντελώς.

    2. πέφτω στη γη•

    -ла рооа έπεσε δροσιά•

    -ал сшг έπεσε χιόνι.

    3. λαχαίνω•

    -ал жребий έπεσε ο κλήρος (λαχνός).

    4. τυχαίνω, λαχαίνω, συμβαίνω•

    -ал трудный день έτυχε δύσκολη μέρα.

    5. (αθλτ.) προβάλλω, προεκβάλλω.
    6. παλ. πηγάζω (για ποτάμια, ρυάκια).
    εκφρ.
    выпасть на долю – πέφτω στο μερίδιο.

    Большой русско-греческий словарь > выпасть

  • 14 задевать

    ρ.δ.
    βλ. задеть.
    ρ.σ.μ.
    (απλ.) βάζω άγωστον που•

    куда я очки -ал? που έβαλα τα ματογυάλια;

    χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    молоток куда-то -лся τι έγινε το σφυρί, που δε βρίσκεται.

    Большой русско-греческий словарь > задевать

  • 15 запропастить

    -ащу, -астишь ρ.σ.μ.
    (διαλκ.) βάζω κάπου κάτι χωρίς να θυμάμαι που, κρύβω.
    κρύβομαι, χάνομαι, εξαφανίζομαι,.

    Большой русско-греческий словарь > запропастить

  • 16 известись

    -ведусь, -ведёшься, παρλθ. χρ. -вёлся, -велась, -лось, μτχ. παρλθ. χρ. изведшийся ρ.σ.
    1. βασανίζομαι,.καταπονούμαι, κατατρύχομαι, τυραννιέμαι. || φθίνω, αδυνατίζω, εξαντλούμαι, λιώνω.
    2. χάνομαι, εξαφανίζομαι, παύω να υπάρχω.

    Большой русско-греческий словарь > известись

  • 17 нет

    απρόσ. ως κατηγ.
    1., δεν υπάρχει• δεν είναι• δεν έχω•

    никого нет дома δεν είναι κανένας σπίτι•

    нет худа без добра ουδέν κακόν αμιγές καλού•

    в кассе нет денег το ταμείο δεν έχει χρήματα (στο ταμείο δεν υπάρχουν χρήματα)•

    у меня нет времени δεν έχω καιρό (δεν ευκαιρώ).

    2. όχι, δεν•

    все собрались, а его нет как нет (- да -) όλοι συγκεντρώθηκαν, αυτός ακόμα δεν ήρθε•

    он приехал или -? αυτός ήρθε ή όχι;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    3. αρνητ. μόριο• όχι•, он прав όχι, αυτός έχει δίκαιο•

    отвечай да или -? απάντα, ναι ή όχι;

    4. μόριο
    επιτακ. όχι, για, πω-πώ.
    5. μόριο ερωτημ. αλήθεια; πραγματικά; άραγε;
    6. (με το «так» εμπρός, με το «же» μετά ή και χωρίς αυτά)• όμως, αλλά, εν τούτοις, παρά ταύτα, παρ όλ αυτά.
    7. έλλειψη, ανέχεια•

    на нет и суда нет ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος ή άμα δεν έχεις δεν παίρνει ούτε κι ο Θεός.

    εκφρ.
    и -; нет да нет – ως τώρα λείπει (απουσιάζει)• (того) чтобы δεν υπάρχει διάθεση (συνήθεια, επιθυμία κ.τ.τ.) περί του πρακτέου
    даи... από καιρό σε καιρό, που και που, αραιά και που•
    а то -? – μήπως δεν είναι έτσι;•
    ни да ни нет – ούτε ναι ούτε όχι•
    на нет – στο ελάχιστο•
    свести на нет – καταστρέφω εντελώς, εκμηδενίζω, εξοντώνω•
    сойти (свестись) на нет – α) χάνομαι, εξαφανίζομαι: голос выступающего сошёл на нет η φωνή του ομιλητή έσβησε, β) μτφ. εκμηδενίζω, εξουθενώνω, εξοντώνω: в нетях (нетех) παλ. ανυπότακτος στρατού.

    Большой русско-греческий словарь > нет

  • 18 отмереть

    отомрт, παρλθ. χρ. отмер
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. отмерший,
    επιρ. μτχ. отмерв κ. отмерши ρ.σ.
    1. απονεκρώνομαι, ξηραίνομαι•

    два побега -ли δυο βλαστάρια ξηράθηκαν.

    2. μτφ. εκλείπω, χάνομαι, εξαφανίζομαι, σβήνω•

    -ли многие старые обычаи εξαλείφτηκαν πολλές παλαιές συνήθειες.

    Большой русско-греческий словарь > отмереть

  • 19 отшибить

    ρ.δ.
    βλ. отшибить.
    -бу, -бшь, παρλθ. χρ. отшиб
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отшибленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) σπάζω, χτυπώντας.
    2. μωλωπίζω.
    3. χάνομαι, εξαφανίζομαι (για ικανότητα, κλίση)• στερούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > отшибить

  • 20 потухнуть

    -ну, -нешъ, παρλθ. χρ. потух, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. потухший κ. потухнувший ρ.σ.
    1. σβήνω, -ομαι•

    костер -ух η φωτιά έσβησε•

    лампа -ла η λάμπα έσβησε.

    || άτονος, άψυχος, χωρίς ζωηράδα (για μάτια).
    2. μτφ. χάνομαι., εξαφανίζομαι•

    мысль о нём не -ла η σκέψη γι αυτόν δεν έσβησε.

    Большой русско-греческий словарь > потухнуть

См. также в других словарях:

  • απόλλυμι — ἀπόλλυμι κ. ύω κ. ἀπόλλω (AM) [όλλυμι] Ι. 1. καταστρέφω, αχρηστεύω, ερημώνω 2. εξολοθρεύω, σκοτώνω 3. ενοχλώ μέχρι θανάτου, οδηγώ κάποιον σε αδιέξοδο με τα λόγια μου 4. διαφθείρω (γυναίκα) 5. χάνω II. ( μαι) 1. αφανίζομαι, καταστρέφομαι 2.… …   Dictionary of Greek

  • βύθος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… …   Dictionary of Greek

  • εκπέτομαι — ἐκπέτομαι και ἐκπέταμαι (Α) 1. πετώ και φεύγω 2. απομακρύνομαι, χάνομαι, εξαφανίζομαι 3. φρ. «ἐκπέτομαι περί τι ή τινά» πετώ γύρω γύρω …   Dictionary of Greek

  • εξαποπέτομαι — ἐξαποπέτομαι (Μ) 1. πετώ μακριά, απομακρύνομαι από κάτι ή από κάποιον 2. μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι …   Dictionary of Greek

  • τουρκεύω — Ν [Τούρκος] 1. γίνομαι Τούρκος, ασπάζομαι τον μωαμεθανισμό, εξισλαμίζομαι, εκτουρκίζομαι 2. (μτβ.) εξαναγκάζω κάποιον να προσχωρήσει στον μωαμεθανισμό, εξισλαμίζω 3. (για χώρα ή πόλη) κυριεύομαι από τους Τούρκους 4. μτφ. α) θυμώνω πολύ, γίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …   Dictionary of Greek

  • φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… …   Dictionary of Greek

  • συναποπέτομαι — ΜΑ μτφ. εξαφανίζομαι, χάνομαι μαζί με κάποιον αρχ. πετώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποπέτομαι «πετώ πάνω, μακριά, πετώ και εξαφανίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 …   Dictionary of Greek

  • αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • ανεμίζω — (Μ ἀνεμίζω) Ι. ενεργ. σείω κάτι στον άνεμο, κινώ στον αέρα νεοελλ. 1. (για σιτάρι, σταφίδα κ.λπ.) ρίχνω ψηλά ώστε με τη βοήθεια του ανέμου να απαλλαγεί από τις ελαφρότερες ξένες ύλες, λιχνίζω 2. (αμτβ.) (για ύφασμα ή άλλο ελαφρό υλικό) σείομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»